σπείραμα — σπείρᾱμα , σπείραμα coil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγειώδες σπείραμα — Στοιχείο του νεφρώνα, ο οποίος αποτελεί τη στοιχειώδη λειτουργική μονάδα του νεφρού … Dictionary of Greek
σπειρήματα — σπείραμα coil neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπείρημα — σπείραμα coil neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπειρήματ' — σπειρήματα , σπείραμα coil neut nom/voc/acc pl (ionic) σπειρήματι , σπείραμα coil neut dat sg (ionic) σπειρήματε , σπείραμα coil neut nom/voc/acc dual (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να … Dictionary of Greek
σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για … Dictionary of Greek
σπείρημα — τὸ, Α βλ. σπείραμα … Dictionary of Greek
σπειραματίτιδα — η, Ν ιατρ. βαριά μορφή νεφρίτιδας ταχείας διαδρομής που προσβάλλει κυρίως τα αγγειώδη σπειράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπείραμα, άματος + κατάλ. ίτιδα (πρβλ. ηπατ ίτιδα)] … Dictionary of Greek